Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρόβιος -α -ο [makróvios] Ε6 : 1. που ζει πολλά χρόνια: Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών συνήθως είναι μακρόβιοι. 2. που υπάρχει επί μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT βραχύβιος: Mακρόβια κυβέρνηση.
[λόγ. < αρχ. μακρόβιος]