Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακροπρόθεσμος -η -ο [makropróθezmos] Ε5 : που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, που λήγει ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT βραχυπρόθεσμος· (πρβ. μεσοπρόθεσμος): ~ σχεδιασμός. Mακροπρόθεσμα συμφέροντα. Εξετάζονται οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των συγκεκριμένων μέτρων. Πρόγραμμα που βασίζεται σε μακροπρόθεσμους στόχους. || (νομ., οικον.) για συναλλαγές μεγάλης διάρκειας: Mακροπρόθεσμη παραγραφή / πίστωση. Mακροπρόθεσμο δάνειο, που θα εξοφληθεί ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα.
μακροπρόθεσμα & (λόγ.) μακροπροθέσμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. μακρο- + προθεσμ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. à long terme· λόγ. μακροπρόθεσμ(ος) -ως]