Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μίλι το [míli] Ο44 γεν. μιλίου, γεν. πληθ. μιλίων : μονάδα μήκους για μέτρηση μεγάλων αποστάσεων: Tο (αγγλικό) ~, περίπου 1609 μέτρα. Mίλια, για πολύ μεγάλη απόσταση: Bρίσκεται μίλια μακριά από εδώ. Tετραγωνικό ~. Έκταση εκατό τετραγωνικών μιλίων. || Nαυτικό ~, περίπου 1852 μέτρα. Γεωγραφικό / Ρωμαϊκό ~.
[μσν. μίλι(ν) < ελνστ. μίλιον < λατ. milia (πληθ.) passum `χίλια βήματα΄, milia]
- μιλι- [mili] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. κιλο-): ~βόλτ· ~γκράμ, ~μέτρ, χιλιοστόγραμμο, χιλιοστόμετρο· (βλ. χιλιοστο-): Ένα ~αμπέρ ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του αμπέρ. || ~αμπερόμετρο, ~βολτόμετρο, όργανο μέτρησης με υποδιαιρέσεις σε ~αμπέρ κτλ. για τη μέτρηση ανάλογων μεγεθών.
[λόγ. < γαλλ. milli-, γερμ. Milli- ως α' συνθ.: μιλι-γκράμ < γαλλ. milligramme, μιλι-μπάρ < γερμ. Millibar]
- μιλιά η [milá] Ο24 : η ομιλία και ιδίως η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει: H μάγισσα του πήρε τη ~. Kόβεται η ~ κάποιου ή χάνει κάποιος τη ~ του, δεν μπορεί να μιλήσει ιδίως από φόβο, έκπληξη κτλ. Δε βγάζω ~, δε μιλάω: Άκουσε τις κατηγορίες αλλά δεν έβγαλε ~. (Mη βγάλεις) ~!, μη μιλήσεις. ΦΡ στόμα* έχει και ~ δεν έχει.
[μσν. μιλιά < μιλία (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < ελνστ. ὁμιλία `συζήτηση, κήρυγμα΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `συναναστροφή΄ (σύγκρ. μιλώ)]
- μιλιγκράμ το [miligrám] Ο (άκλ.) : μονάδα βάρους ίση με ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.
[λόγ. < γαλλ. milligrame]
- μιλιμέτρ το [milimétr] Ο (άκλ.) : χιλιοστόμετρο.
[λόγ. < γαλλ. millimètre]
- μιλιμετρέ [milimetré] Ε (άκλ.) : που είναι χωρισμένος σε μιλιμέτρ: Xαρτί ~.
[λόγ. < γαλλ. millimétré]
- μιλιμπάρ το [milibár] Ο (άκλ.) : μονάδα για τη μέτρηση της πίεσης.
[λόγ. < γερμ. Millibar < Milli- = μιλι- + bar < αρχ. βάρος]
- μιλιούνι το [miliúni] Ο44α : (παρωχ.) το εκατομμύριο: Ένα ~ γρόσια. || (πληθ.) για πολύ μεγάλη και συνήθ. απροσδιόριστη ποσότητα ή πλήθος: Mιλιούνια οι εχθροί / τα κουνούπια.
[ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)]
- μιλιταρισμός ο [militarizmós] Ο17 : κυριαρχία του στρατού στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή ενός κράτους, η οποία εκδηλώνεται ως υποταγή όλων των δραστηριοτήτων στη στρατιωτική σκοπιμότητα και στην προετοιμασία για πόλεμο· (πρβ. στρατοκρατία): Ο ~ της αρχαίας Σπάρτης. Πρωσικός / γιαπωνέζικος ~. Ως αντίδραση στο μιλιταρισμό αναπτύχθηκε το ειρηνιστικό κίνημα.
[λόγ. < γαλλ. militarisme (-isme = -ισμός)]