Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογικός -ή -ό [lojikós] Ε1 : 1. που είναι προικισμένος με τον ορθό λόγο, που έχει τη δυνατότητα να διανοείται, να σκέφτεται: Ο άνθρωπος είναι λογικό ζώο. Είναι πιθανό να υπάρχουν και σε άλλους πλανήτες λογικά όντα. 2α. που είναι σύμφωνος, συνεπής με τον ορθό λόγο και με τους κανόνες του, με την ορθή σκέψη. ANT παράλογος: Λογικά επιχειρήματα / συμπεράσματα. Λογικές σχέσεις / ερμηνείες / συνέπειες. ~ ειρμός. Aυτό που λες δεν είναι λογικό. Δώσε μου μια λογική εξήγηση / ερμηνεία. || Λογικές αρχές, οι θεμελιώδεις αρχές της νόησης. || (ως ουσ.) η λογική*. β. (ως ουσ.) το λογικό, τα λογικά, ο νους, το μυαλό, η ορθή σκέψη, κρίση: Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογικό. Είμαι / έρχομαι στα λογικά μου. Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε. 3. μέτριος, χωρίς υπερβολές, κανονικός: Aγοράζω / πουλάω κτ. σε λογική τιμή. Λογικές απαιτήσεις / αξιώσεις. || Είναι λογικό (το) να
: Είναι λογικό (το) να θέλεις να επιτύχεις τους στόχους σου. || (για άνθρ.) που σκέφτεται, μιλάει, συμπεριφέρεται με ορθότητα, σωφροσύνη, μετριοπάθεια: Είναι ~ άνθρωπος, δεν κάνει τρέλες.
λογικά ΕΠIΡΡ: Aς σκεφτούμε / ας μιλήσουμε ~. Δεν μπορώ να εξηγήσω ~ τις ενέργειές του. [λόγ. < αρχ. λογικός (2β: λαϊκό μσν. το λογικό, ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. λογικός, και πληθ. κατά τα μυαλά)]