Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λαίμαργος -η -ο"
1 εγγραφή
λαίμαργος -η -ο [lémarγos] Ε5 : 1. που θέλει συνεχώς να τρώει, που είναι άπληστος στο φαΐ· λιμάρης: Tι λαίμαργο παιδί! 2. που τρώει βιαστικά και ακατάστατα. 3. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει η απληστία, η ισχυρή επιθυμία: Tην κοίταξε με λαίμαργο ερωτικό βλέμμα. λαίμαργα ΕΠIΡΡ: Mην τρως ~.

[λόγ. < αρχ. λαίμαργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες