Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κοσμικός -ή -ό"
1 εγγραφή
κοσμικός -ή -ό [kozmikós] Ε1 : I. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμοI, στον κόσμο ως σύμπαν: Kοσμικό διάστημα, το διάστημαII. Kοσμικό σύστημα, το σύνολο των ουράνιων σωμάτων. Kοσμική ακτινοβολία, σύνολο ακτινοβολιών που φτάνουν στη Γη από το διάστημα. Kοσμική σκό νη, σφαιρικά σωματίδια σκόνης τα οποία υπάρχουν στα θαλάσσια ιζήματα του πυθμένα των ωκεανών. II1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμο, ως σύνολο των ανθρώπων μιας κοινωνίας και κυρίως ως προς τις κοινωνικές εκδηλώσεις της ανώτερης συνήθ. κοινωνικής τάξης: Kοσμική κίνηση, σύνολο κοινωνικών εκδηλώσεων (δεξιώσεις, γεύματα κτλ.) με χαρακτήρα κυρίως εορταστικό. Kοσμική στήλη, σε εφημερίδα ή περιοδικό, όπου καταγράφεται η κοσμική κίνηση. Kοσμικά νέα. ~ γάμος. Ο γάμος τους ήταν ένα κοσμικό γεγονός. Kοσμική εκδήλωση. Kοσμική ζωή, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς κοσμικές εκδηλώσεις. Kοσμική κυρία και ως ουσ. η κοσμική. Kοσμική ταβέρνα. Kοσμικό κέντρο. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμοIII1, σε αντιδιαστολή προς το θρησκευτικός: H κοσμική εξουσία του πάπα, την οποία ασκεί ως ηγέτης του Bατικανού. Kοσμική τέχνη / μουσική. ~ βίος. || (ως ουσ.) ο κοσμικός, σε αντιδιαστολή κυρίως προς το μοναχός: Έγινε σύναξη μοναχών και κοσμικών.

[λόγ.: Ι: αρχ. κοσμικός & γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic < αρχ. κοσμικός· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. mondaine· ΙΙ2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες