Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κοσμητικός -ή -ό"
1 εγγραφή
κοσμητικός -ή -ό [kozmitikós] Ε1 : κυρίως στον όρο κοσμητικό επίθετο: α. (γραμμ.) που αποδίδει στο ουσιαστικό μια ιδιότητα αναπόσπαστη και τελείως ιδιάζουσα, π.χ. «το άσπρο γάλα». β. (ειρ.) για υβριστικό, μειωτι κό χαρακτηρισμό που αποδίδεται σε κπ.: Tον στόλισε με διάφορα κοσμη τικά επίθετα.

[λόγ. < αρχ. κοσμητικός `έμπειρος στο στόλισμα΄ σημδ. νλατ. (epitheton) ornans]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες