Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμητικός -ή -ό [kozmitikós] Ε1 : κυρίως στον όρο κοσμητικό επίθετο: α. (γραμμ.) που αποδίδει στο ουσιαστικό μια ιδιότητα αναπόσπαστη και τελείως ιδιάζουσα, π.χ. «το άσπρο γάλα». β. (ειρ.) για υβριστικό, μειωτι κό χαρακτηρισμό που αποδίδεται σε κπ.: Tον στόλισε με διάφορα κοσμη τικά επίθετα.
[λόγ. < αρχ. κοσμητικός `έμπειρος στο στόλισμα΄ σημδ. νλατ. (epitheton) ornans]