Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κοραλλιογενής -ής -ές"
1 εγγραφή
κοραλλιογενής -ής -ές [koraliojenís] Ε10 : για γεωλογικούς σχηματισμούς οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί από τους απολιθωμένους σκελετούς κοραλλιών: Kοραλλιογενή νησιά. Kοραλλιογενείς ύφαλοι. Kοραλλιογενές σπήλαιο.

[λόγ. κοράλλι(ον) -ο- + -γενής απόδ. γαλλ. corallien]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες