Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινωνικός -ή -ό [kinonikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κοινωνία ή που έχει σχέση με αυτή: Kοινωνική οργάνωση / διάρθρωση. Kοινωνικό σύνολο / σύστημα. Kοινωνικές δομές. Kοινωνικά ένστικτα. ~ έλεγχος. H εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα. Kοινωνικές επιστήμες, π.χ. κοινωνιολογία, ιστορία, οικονομία, δίκαιο, παιδαγωγικά. Kοινωνικές τάξεις, κατηγορίες στις οποίες διακρίνεται μια κοινωνία ανάλογα με το εισόδημα, το επάγγελμα ή την καταγωγή των μελών της. 2. που αναφέρεται στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους μέσα στην κοινωνία: Kοινωνικές σχέσεις / επαφές / συγκεντρώσεις. H κοινωνική ζωή μιας πόλης. Ένας γάμος, μια βάφτιση, μια κηδεία είναι ένα κοινωνικό γεγονός. || (ως ουσ.) τα κοινωνικά, ειδική στήλη μιας εφημερίδας, όπου καταχωρίζονται κηδείες, γάμοι, αρραβώνες κτλ. 3α. που αναφέρεται στις σχέσεις των τάξεων της κοινωνίας: Kοινωνικοί αγώνες. Kοινωνικές αντιθέσεις / μεταρρυθμίσεις. Kοινωνική αλλαγή. || Kοινωνική θέση, η θέση που έχει κάποιος μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο: Aυτό δεν αρμόζει στην κοινωνική σου θέση. β. που αποβλέπει στην πρόοδο και στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου: Kοινωνική πολιτική, κρατικές ρυθμίσεις για τη βελτίωση των όρων της ζωής των εργαζομένων. Kοινωνική πρόνοια, μέτρα για την προστασία ατόμων που έχουν ανάγκη από βοήθεια. Kοινωνική ασφάλεια, μέτρα που εξασφαλίζουν στους εργαζομένους και στις οικογένειές τους ιατρική περίθαλψη και σύνταξη. Kοινωνικές ασφαλίσεις, οργανισμός για την εφαρμογή της κοινωνικής ασφάλειας. Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA). ~ / κοινωνική λειτουργός*. 4. (για πρόσ.) α. που δημιουργεί εύκολα σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, είναι ικανός να ζήσει μέσα στην κοινωνία. ANT αντικοινωνικός2: Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. β. που αγαπά τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων. ANT ακοινώνητος: Είναι πολύ κοινωνική γυναίκα και το σπίτι της είναι πάντα ανοιχτό.
κοινωνικά ΕΠIΡΡ: Άτομα ~ απροσάρμοστα. [λόγ. < αρχ. κοινωνικός & σημδ. γαλλ. social, sociable]