Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιναισθητικός -ή -ό [kinesθitikós] Ε1 : (φυσιολ.) που αναφέρεται στην κιναισθησία: Kιναισθητική αίσθηση, η αίσθηση με την οποία γίνεται αντιληπτή η μυϊκή κίνηση. Kιναισθητική ψευδαίσθηση, ψευδαίσθηση της κίνησης του σώματος και των μυϊκών συστολών.
[λόγ. < γαλλ. kinesthétique < kinesthé(sie) = κιναισθη(σία) -tique = -τικός]