Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατηφής -ής -ές [katifís] Ε10 : που η έκφραση του προσώπου του δείχνει την κακή ψυχική του διάθεση, δηλαδή τη στενοχώρια, τη δυσαρέσκεια, τη μελαγχολία κτλ.· σκυθρωπός: Kαθόταν ~ και αμίλητος, η εμφάνιση όμως των παιδιών τον έκανε να χαμογελάσει.
[λόγ. < αρχ. κατηφής]