Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταλύω 3 : (λόγ.) διαμένω προσωρινά σε ένα οίκημα, βρίσκω κατάλυμα: Οι ξένοι επισκέπτες κατέλυσαν σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της περιοχής.
[λόγ. < αρχ. καταλύω]