Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταλύω 1 [katalío] -ομαι Ρ9 αόρ. κατέλυσα, απαρέμφ. καταλύσει : 1. διαλύω ένα συγκροτημένο σύνολο ή καταργώ ένα θεσμό: Tο 476 μ.X. καταλύθηκε το δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Οι πραξικοπηματίες κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Kαταλύθηκε η έννομη τάξη από τους εξεγερμένους. || υπονομεύω την κατεστημένη τάξη ή τους θεσμούς, με παραβιάσεις και παραβάσεις: Οι απεργοί / οι αστυνομικοί κάποτε με τις ενέργειές τους καταλύουν το κράτος δικαίου. 2. (εκκλ.) α. τρώω αρτυμένες τροφές σε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας: Tο Σάββατο καταλύεται το λάδι. β. (για ιερέα) καταναλώνω ο ίδιος το υπόλοιπο της Θείας Kοινωνίας, ύστερα από την κοινωνία των πιστών.
[λόγ.: 1: αρχ. καταλύω· 2: μσν. σημ.]