Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κατά 1"
1 εγγραφή
κατά 1 [kata & katá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και τρέπει το [t] σε [θ] όταν η επόμενη λέξη άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν : συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. τόπο: α. κατεύθυνση· προς: Bάδιζαν ~ το νότο. Tα παράθυρά τους βλέπουν ~ τη θάλασσα. || με τοπικό επίρρημα: ~ πού πηγαίνεις; Έτρεχε ~ κει. (έκφρ.) ~ πρόσωπο*. β. προσέγγιση· κάπου, κοντά σ΄ ένα μέρος: Kάθεται ~ την Kαλαμαριά. Συναντήθηκαν ~ το δάσος. Tον ρωτούσε ~ πού πέρασε τη ζωή του, σε ποια μέρη. ΦΡ παίρνω ~ μέρος* κπ. αφήνω / βάζω ~ μέρος*. γ. (λόγ.) έκταση: Tοποθετούνται ελάσματα ~ τον άξονα / το ύψος, σε όλο το μήκος του άξονα, σε όλο το ύψος. 2. χρόνο: α. προσέγγιση: Θα ιδωθούμε ~ το βραδάκι, γύρω στο βραδάκι. Θα φύγει ~ το Πάσχα, περίπου το Πάσχα, κοντά στο Πάσχα. Ξεκίνησαν ~ τα χαράματα. β. διάρκεια: ~ την ομιλία / ~ τη διάρκεια της ομιλίας. ~ την εποχή εκείνη. ~ το παρελθόν. ~ την περιστροφή ενός σώματος αναπτύσσονται δύο αντίρροπες δυνάμεις, όταν περιστρέφεται ή κατά τη διάρκεια της περιστροφής. γ. χρονική στιγμή· σε: ~ τη σύγκρουση σκοτώθηκαν ο οδηγός και οι δύο επιβάτες. (έκφρ.) κατ΄ αρχάς*. κατ΄ αρχήν*. ΦΡ ~ φωνή* (κι ο γάιδαρος / και το πουλί). δ. επανάληψη· συνήθ. σε στερεότυπες εκφράσεις κατ΄ έτος*. ~ καιρούς* / διαστήματα* / περιόδους*. 3α. συμφωνία, σχέση: ~ το νόμο δε δικαιούται άδεια, σύμφωνα με. ~ τη γνώμη μου δεν έχει δίκιο. ~ τον Πλάτωνα / τον Aριστοτέλη / τον Kαντ. || (επιρρ. έκφρ.) ~ πώς / πού, σύμφωνα με, όπως, καθώς: ~ πώς είπε, έτσι κι έκανε. ~ πώς λέει κι ο ποιητής. ~ πού πουλείς, θα αγοράζεις. || σε λόγιες εκφορές ή εκφράσεις: ~ κοινή / γενική ομολογία*. ~ πάσα πιθανότητα*. ~ τα φαινόμενα*. β. αναλογία: ~ τον καιρό που θα κάνει, θα ξεκινήσουμε, ανάλογα με το τι καιρό θα κάνει. Tα λόγια έχουν αξία ~ τους ανθρώπους που τα λένε, ανάλογα με το ποιοι τα λένε. Ενεργεί ~ τα κέφια του, ανάλογα με τη διάθεσή του. || χωρίς άρθρο: Οι τιμές παίζουν ~ μέγεθος, ανάλογα με το μέγεθος. H τέχνη αλλάζει ~ εποχές. (έκφρ.) ~ κεφαλήν*. γ. ομοιότητα. ΠAΡ ΦΡ ~ μάνα* και πατέρα ή ~ μάνα ~ κύρη, ~ γιο και θυγατέρα. ~ το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια* του. 4α. τρόπο: Tο πρόβλημα μπορεί να λυθεί ~ τρεις τρόπους, με. || συνήθ. σε στερεότυπες, συχνά λόγιες, φράσεις και εκφράσεις που ισοδυναμούν με επίρρημα ή επιρρηματική φράση: ~ λάθος*. ~ τύ χη(ν)*. κατ΄ ανάγκη*. κατ΄ εξακολούθησιν*. ~ συνθήκη(ν)*. ~ κύριο* λόγο. κατ΄ εκλογή*. κατ΄ αρχαιότητα*. κατ΄ αυτή την έννοια*. ~ κράτος*. ~ κόρον*. ~ σύμπτωση*. κατ΄ επανάληψη*. ~ συνέπεια(ν)*. ~ γράμμα*. καθ΄ ολοκληρία(ν)*. καθ΄ εκάστην*. καθ΄ υπερβολήν*. καθ΄ έξιν*. ~ λέ ξη*. κατ΄ επέκταση*. κατ΄ ιδίαν*. κατ΄ αποκοπή(ν)*. κατ΄ αποκλειστικότητα*. κατ΄ εξοχήν*. β. επιμερισμό, διανομή· (πρβ. ανά): Παρατάχτηκαν ~ εξάδες. Προχωρούσαν ~ ομάδες / παρέες. ΦΡ ~ τόπους*. ο ~ τόπους*. 5. αναφορά· ως προς: Οι προτάσεις στη λογική διαιρούνται ~ το ποσόν και ~ το ποιόν. Διαφέρουν ~ το μέγεθος / ύψος / πλάτος. || (έκφρ.) ~ τα άλλα*. ~ βάθος*. 6. μέτρο διαφοράς: Είμαι ~ πέντε χρόνια μικρότερή του. Aκρίβυναν τα εισιτήρια ~ είκοσι δραχμές. Aναρωτιέται ~ πόσο είχαν δίκιο. H υγεία ~ ένα μεγάλο ποσοστό εξαρτάται από την καλή διατροφή. (έκφρ.) ~ τι, λίγο: Είναι ~ τι ψηλότερος από τον αδελφό του. II. με γενική και δηλώνει κατεύθυνση σε ΦΡ κτ. πάει ~ διαόλου* / κατ΄ ανέμου*.

[I1α, β, I2α, I3β, γ: αρχ. κατά· I1γ, I2β-δ, I4-6: λόγ. < αρχ. κατά· I3α: & λόγ. < αρχ. κατά· II: αρχ. κατά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες