Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρκινοειδής -ής -ές [karkinoiδís] Ε10 : που μοιάζει με καρκίνο 2. || (ως ουσ.) τα καρκινοειδή, ομοταξία υδρόβιων αρθροπόδων, στην οποία ανήκουν τα καβούρια, οι αστακοί, οι γαρίδες κτλ.
[λόγ. < αρχ. καρκινοειδής]