Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καλοσυνάτος -η -ο"
1 εγγραφή
καλοσυνάτος -η -ο [kalosinátos] Ε3 : 1α. που έχει καλό και ήπιο χαρακτήρα: ~ άνθρωπος. β. που ανήκει ή που ταιριάζει σε έναν καλοσυνάτο άνθρωπο: Kαλοσυνάτη ψυχή. Kαλοσυνάτο πρόσωπο / βλέμμα. 2. για μαλακό, ανοιξιάτικο καιρό. καλοσυνάτα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[μσν. καλοσυνάτος < καλοσύν(η) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες