Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καλοήθης -ης -ες"
1 εγγραφή
καλοήθης -ης -ες [kaloíθis] Ε11α : (ιατρ.) για νόσο που έχει καλή εξέλιξη, που δεν είναι θανατηφόρα και που συνήθ. είναι ιάσιμη. ANT κακοήθης: ~ όγκος, μη καρκινικός. ~ αναιμία.

[λόγ. < ελνστ. καλοήθης `καλοπροαίρετος΄ κατά τη σημ. του αντ. κακοήθης, σημδ. γαλλ. benin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες