Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόδοξος -η -ο [kakóδoksos] Ε5 : συνήθ. ως ουσ. ο κακόδοξος, αυτός που ακολουθεί μια εσφαλμένη θρησκευτική δοξασία.
[λόγ. < ελνστ. κακόδοξος, αρχ. σημ.: `κακόφημος΄]