Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθοριστικός -ή -ό [kaθoristikós] Ε1 : που καθορίζει την εξέλιξη ενός γεγονότος, που προσδιορίζει το αποτέλεσμα μιας ενέργειας· αποφασιστικός2: ~ παράγοντας για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι οι επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα. Ο ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού είναι ~. H βοήθειά του ήταν καθοριστικής σημασίας.
καθοριστικά ΕΠIΡΡ: Γεγονότα που επηρεάζουν ~ τη ζωή μας. [λόγ. < ελνστ. καθοριστικός `οριστικός, που χρησιμεύει για ορισμό΄ & κατά τις σημ. της λ. καθορίζω]