Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιοτελής -ής -ές [iδiotelís] Ε10 : που αποβλέπει στο ατομικό του μόνο συμφέρον με έναν τρόπο που ξεπερνά τα όρια του επιτρεπτού· συμφεροντολόγος, υστερόβουλος. ANT ανιδιοτελής: Aνέντιμος και ~ χαρακτήρας. || (για πράξη, συμπεριφορά κτλ.): Iδιοτελείς σκέψεις / προτάσεις.
ιδιοτελώς ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται ~. [λόγ. ιδιο- + -τελής κατά το λυσιτελής μτφρδ. γερμ. eigennützig· λόγ. ιδιοτελ(ής) -ώς]