Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θηλαστικός -ή -ό [θilastikós] Ε1 : που τρέφεται με θηλασμό: Ο άνθρωπος είναι ζώο θηλαστικό. || (ως ουσ.) τα θηλαστικά, τάξη ζώων της ομοταξίας των σπονδυλωτών, που έχουν την τελειότερη ανάπτυξη σε σχέση με τα άλλα ζώα και που τα θηλυκά τους έχουν μαστούς για να θηλάζουν τα νεογνά τους: Ο σκύλος / η γάτα ανήκουν στα θηλαστικά. || (εν.) για κάθε ζώο αυτής της τάξης.
[λόγ. θηλασ- (θηλάζω) -τικός μτφρδ. νλατ. mammalia ή γερμ. Säugetiere (ουσ.)]