Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηπειρωτικός 1 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα: Hπειρωτική χώρα, σε αντίθεση με τα παράλια. Hπειρωτική Ελλάδα, σε αντίθεση με τη νησιωτική. Hπειρωτικό κλίμα, κλίμα χαρακτηριστικό των ηπειρωτικών περιοχών, που δε δέχεται δηλαδή την επίδραση της θάλασσας.
[λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]