Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτρο- [ilektro] & ηλεκτρό- [ilektró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό και ηλεκτρ- [ilektr], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ΄ αυτόν: ~θετικός, ηλεκτραρνητικός. || (επιστ.) σε ονομασίες κλάδων, τομέων επιστημών: ηλεκτρακουστική, ~μεταλλουργία, ~χημεία. 2α. κινείται ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό: ~κινητήρας. β. γίνεται με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού: ~γαλβάνισμα, ~διαγνωστική, ~φωτισμός, ~εγκεφαλογράφημα, ηλεκτρόλυση, ~κίνηση, ~κίνητος, ~κόλληση· ~φωτίζω. || προκαλείται από τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~πληξία, ηλεκτρόπληκτος. 3. παράγει ηλεκτρισμό: ~γεννήτρια. 4. σε αντικειμενικά σύνθετα αποτελεί το αντικείμενο του ρηματικού β' συνθετικού: ~νόμος, ~παραγωγή, ~φόρος, ~παραγωγός.
[λόγ. < διεθ. electr(o)- < λατ. electr(um) < αρχ. ἤλεκτρ(ον) `κεχριμπάρι΄ -ο- ως α' συνθ.: ηλεκτρο-δυναμική < διεθ. electro- + dynamic (δες και στο ηλεκτρισμός)]