Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εχέφρων -ων -ον [exéfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : ANT άφρων. (λόγ.) που είναι σώφρων, λογικός: Ποιος ~ άνθρωπος θα υποστήριζε τέτοιες ακραίες λύσεις; || (ως ουσ.) ο εχέφρων.
[λόγ. < αρχ. ἐχέφρων]