Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ετερόκλητος -η -ο [eteróklitos] Ε5 : (μειωτ., για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων) που τα στοιχεία του είναι τελείως άσχετα μεταξύ τους: Ένα ετερόκλητο πλήθος με μοναδικό συνεκτικό στοιχείο τη λατρεία του αρχηγού. Ετερόκλητη συντροφιά / επίπλωση. Ετερόκλητες και συνεπώς άχρηστες γνώσεις.
[λόγ. < γαλλ. hétéroklite (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑτερόκλιτος με σφαλερή ταύτιση: κλιτός = κλητός (διαφ. το μσν. ετερόκλητος `πρόσθετο όνομα΄)]