Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επωφελής -ής -ές [epofelís] Ε10 : που ωφελεί κπ. ή κτ.· ωφέλιμος. ANT ανωφελής: H συμφωνία θεωρείται ~ και για τις δύο πλευρές.
επωφελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπωφελής, ἐπωφελῶς]