Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επονείδιστος -η -ο [eponíδistos] Ε5 : (λόγ.) που προκαλεί όνειδος στον άνθρωπο, που τον ντροπιάζει ή τον γελοιοποιεί: Επονείδιστη πράξη / συμπεριφορά. Επονείδιστοι όροι μιας συνθήκης.
[λόγ. < αρχ. ἐπονείδιστος]