Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιστήθιος -α -ο [epistíθios] Ε6 : α.(λόγ.) που φοριέται πάνω στο στήθος: ~ σταυρός, που φορούν οι επίσκοποι ως ενδεικτικό του βαθμού τους. β. (μτφ.) πολύ αγαπητός: ~ φίλος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιστήθιος]