Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "επιβατηγός -ή -ό"
1 εγγραφή
επιβατηγός -ή -ό [epivatiγós] Ε1 : (λόγ.) (για μεταφορικό μέσο) επιβατικός. || (ως ουσ.) το επιβατηγό, επιβατικό μεταφορικό μέσο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατηγός (ενν. ναῦς) `πολεμικό πλοίο που μεταφέρει στρατιώτες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες