Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίμαχος -η -ο [epímaxos] Ε5 : που είναι αντικείμενο ανταγωνισμού ή αντιπαράθεσης ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες: Επίμαχο ζήτημα / θέμα / δικαίωμα. Aποσύρθηκε η επίμαχη διάταξη του νομοσχεδίου.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίμαχος, αρχ. σημ.: `που μπορεί να υποστεί επίθεση΄]