Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "επίμαχος -η -ο"
1 εγγραφή
επίμαχος -η -ο [epímaxos] Ε5 : που είναι αντικείμενο ανταγωνισμού ή αντιπαράθεσης ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες: Επίμαχο ζήτημα / θέμα / δικαίωμα. Aποσύρθηκε η επίμαχη διάταξη του νομοσχεδίου.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίμαχος, αρχ. σημ.: `που μπορεί να υποστεί επίθεση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες