Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ενιαύσιος -α -ο"
1 εγγραφή
ενιαύσιος -α -ο [eniáfsios] Ε6 : (λόγ.) ετήσιος.

[λόγ. < αρχ. ἐνιαύσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες