Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναργής -ής -ές [enarjís] Ε10 : (λόγ., για σκέψη, λόγο κτλ.) που τον αντιλαμβάνονται με απόλυτη σαφήνεια· σαφής, καθαρός, ξεκάθαρος: ~ σκέ ψη / διατύπωση / περιγραφή. Εναργές ύφος. || ~ μνημονική εικόνα, ευκρινής, ξεκάθαρη.
[λόγ. < αρχ. ἐναργής]