Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενάλιος -α -ο [enálios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναλία : που βρίσκεται, που υπάρχει μέσα στη θάλασσα· (πρβ. θαλάσσιος, υποθαλάσσιος, υποβρύχιος): ~ κόσμος / πλούτος. Ενάλιοι πόροι Ενάλια ζωή. Ενάλια βάθη. Ενάλιες θεότητες. Ενάλιοι θεοί. Ενάλιες αρχαιότητες. Ενάλια αρχαιολογικά ευρήματα, που τα βρίσκουν στο βυθό της θάλασσας. «Εφορεία Εναλίων Aρχαιοτήτων».
[λόγ. < αρχ. ἐνάλιος & σημδ. γαλλ. maritime]