Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελευθέριος -α -ο [elefθérios] Ε6 : (λόγ.) 1. Ελευθέρια ήθη, που ρέπουν προς την ακολασία και τη φιληδονία· (πρβ. ακόλαστος, έκλυτος): Γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη. 2. Ελευθέριο επάγγελμα: α. (παρωχ.) για επιστημονικό, συγγραφικό ή καλλιτεχνικό επάγγελμα, όταν ασκείται ατομικά. β. ελεύθερο επάγγελμα: Γιατροί, δικηγόροι και άλλα ελευθέρια επαγγέλματα.
[λόγ. < αρχ. ἐλευθέριος `που πράττει όπως ταιριάζει σε ελεύθερο΄, σημδ.: 1: γαλλ. libertin· 2: γαλλ. (profession) liberale]