Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εισακτέος -α -ο"
1 εγγραφή
εισακτέος -α -ο [isaktéos] Ε4 : που έχει το δικαίωμα ή τις προϋποθέσεις να εισαχθεί σε εκπαιδευτικό ίδρυμα. || (ως ουσ.) ο εισακτέος: Aυξήθηκε ο αριθμός των εισακτέων στις ανώτερες και ανώτατες σχολές.

[λόγ. επίθ. < αρχ. ρηματ. ουσ. εἰσακτέον `που πρέπει να εισαχθεί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες