Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ειδικός -ή -ό [iδikós] Ε1 : 1.ANT γενικός. α. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος: Ειδικά χαρακτηριστικά. β. που αφορά ορισμένη περίπτωση, ορισμένο σκοπό ή προορισμό: ~ νόμος. Ειδικά φάρμακα. Ειδική έρευνα / μελέτη / μέθοδος. Ειδική διδακτική. Ειδική χρήση. Ειδικές γνώσεις. || Άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με σωματική ή πνευματική αναπηρία που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα: Aθλητικοί αγώνες για άτομα με ειδικές ανάγκες. Διαμόρφωση πεζοδρομίων και δημόσιων χώρων για άτομα με ειδικές ανάγκες. γ. για πρόσωπο που ασχολείται με ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος: Tεχνίτης ~ στην επισκευή πετρελαιοκινητήρων. ~ ποινικολόγος. Δεν ξέρω· καλύτερα να ρωτήσεις άλλον πιο ειδικό. || (ως ουσ.) ο ειδικός: Πρέπει να ρωτήσουμε τους ειδικούς. δ. (φυσ.) Ειδικό βάρος, το βάρος μιας ουσίας ανά μονάδα όγκου. Ειδική θερμότητα. 2. (γραμμ.) ~ σύνδεσμος, κατηγορία συνδέσμων. Ειδικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους. || (αρχ. γραμμ.) Ειδικό απαρέμφατο, που αποδίδεται με ειδική πρόταση.
ειδικά & (λόγ.) ειδικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εἰδικός (στη σημ. 1α· 1β: σημδ. γαλλ. spécial· 1γ: σημδ. γαλλ. spécialiste· 1δ: σημδ. γαλλ. spécifique)· λόγ. < ελνστ. εἰδικῶς]