Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εθνικόφρων -ων -ον [eθnikófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει εθνικό φρόνημα, που πιστεύει στα ιδανικά του έθνους του και τα υπερασπίζεται: Εθνικόφρονες εφημερίδες. || (ως ουσ.) συχνά ως αρνητικός χαρακτηρισμός για ανθρώπους με πολύ συντηρητικές ιδέες: Οργανώσεις εθνικοφρόνων. Διχασμός σε εθνικόφρονες και σε μη εθνικόφρονες.
[λόγ. εθνικ(ός) -ο- + -φρων]