Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δύσβατος -η -ο [δízvatos] Ε5 : για τόπο ανώμαλο, απότομο ή βραχώδη, του οποίου η διάβαση γίνεται πολύ δύσκολα: Δύσβατο όρος / βουνό / μονοπάτι. Οι ορεινές περιοχές είναι δύσβατες. Δύσβατες χαράδρες. || (μτφ.): Ο ~ δρόμος της αρετής. Θα προχωρήσουμε μέσα από δύσβατα μονοπάτια.
[λόγ. < αρχ. δύσβατος]