Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δύσβατος -η -ο"
1 εγγραφή
δύσβατος -η -ο [δízvatos] Ε5 : για τόπο ανώμαλο, απότομο ή βραχώδη, του οποίου η διάβαση γίνεται πολύ δύσκολα: Δύσβατο όρος / βουνό / μονοπάτι. Οι ορεινές περιοχές είναι δύσβατες. Δύσβατες χαράδρες. || (μτφ.): Ο ~ δρόμος της αρετής. Θα προχωρήσουμε μέσα από δύσβατα μονοπάτια.

[λόγ. < αρχ. δύσβατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες