Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοξαστικός -ή -ό [δoksastikós] Ε1 : για κτ. με το οποίο δοξολογώ κπ., κυρίως το Θεό ή τη φύση: ~ ύμνος. Δοξαστικές φωνές. || (ως ουσ.) το δοξαστικό, ιδιόμελο που ψάλλεται μετά τους αίνους και στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «Δόξα Πατρί και Yιώ».
δοξαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.(;) ελνστ. δοξαστικός, αρχ. σημ.: `που δημιουργεί γνώμη΄]