Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δοκησίσοφος -η -ο"
1 εγγραφή
δοκησίσοφος -η -ο [δokisísofos] Ε5 : (λόγ., μειωτ., συνήθ. ως ουσ.) ο δοκησίσοφος, αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα και που κομπάζει γι΄ αυτό.

[λόγ. < αρχ. δοκησίσοφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες