Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαχρονικός -ή -ό [δiaxronikós] Ε1 : 1. (γλωσσ.) που αναφέρεται στη διαχρονία. ANT συγχρονικός: Διαχρονική γλωσσολογία / γραμματική. Διαχρονική μελέτη ενός φαινομένου. 2. για κτ. που έχει διάρκεια, που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου: H αξία των κλασικών έργων είναι διαχρονική.
διαχρονικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω κτ. ~. [λόγ. < γαλλ. diachronique < diachron(ie) = διαχρον(ία) -ique = -ικός]