Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διανοητικός -ή -ό [δianoitikós] Ε1 : 1. νοητικός: Διανοητική προσπάθεια / ικανότητα / ανεπάρκεια / κατάπτωση / καθυστέρηση. Διανοητικές λειτουργίες. Διανοητικό παιχνίδι. || (ψυχ.) Διανοητική ηλικία. 2. που έχει σχέση με τη διανόηση.
διανοητικά & (λόγ.) διανοητικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Άνθρωπος ~ ανάπηρος / καθυστερημένος. [λόγ. < αρχ. διανοητικός· λόγ. < ελνστ. διανοητικῶς]