Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάτρητος -η -ο [δiátritos] Ε5 : 1. που έχει τρύπες σε όλη την επιφάνειά του. α. για τραύματα ή φθορές: Tο σώμα του / το κτίριο είναι διάτρητο (από σφαίρες). β. για κατασκευή στην οποία έχουν ανοίξει τρύπες (ή ανοίγματα σαν τρύπες) για διακοσμητικούς ή για λειτουργικούς λόγους: Διάτρητο στηθαίο. Διάτρητη απόδειξη, στην οποία οι κωδικοί αριθμοί σχηματίζονται με μικροσκοπικές τρύπες. || Διάτρητη καρτέλα, όπου γίνεται η εγγραφή πληροφοριών, για την τροφοδοσία ηλεκτρονικού υπολογιστή. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει πολλά κενά στη λογική του αλληλουχία: Tα επιχειρήματά του είναι διάτρητα.
[λόγ. < ελνστ. διάτρητος]