Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκτικός -ή -ό [δektikós] Ε1 : που έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να δεχτεί ερεθίσματα, εντυπώσεις κτλ. και να ανταποκριθεί σ΄ αυτά ή να τα αφομοιώσει: Είναι ~ στις νέες ιδέες. || (λόγ., με γεν.) επιδεκτικός: Δεν είναι ~ βελτιώσεως.
[λόγ. < αρχ. δεκτικός]