Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκατρείς -είς -ία [δekatrís] αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκατρείς (13) μονάδες: ~ άντρες. Δεκατρία παιδιά. Είναι δεκατριών χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. H ώρα είναι ~ και τριάντα. || (αντί του τακτικού δέκατος τρίτος): Σελίδα / κεφάλαιο δεκατρία. Γεννήθηκε στις ~ Iουλίου. (έκφρ.) Tρίτη* και ~. 2. (ως ουσ.) το δεκατρία: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και τρία ίσον δεκατρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα δεκατρία. Aυτό το γραπτό παίρνει δεκατρία / είναι για δεκατρία. Tο δεκατρία είναι χαμηλός βαθμός. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκατρία: Παίρνω το δεκατρία, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του δεκατρία, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκατρία. γ. το δεκατρία (΄13), αντί 1913: Γεννήθηκε το δεκατρία. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα δεκατρία, για ηλικία δεκατριών χρόνων: Είναι / μπαίνει στα δεκατρία. Έκλεισε τα δεκατρία.
[αρχ. δεκατρεῖς]