Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γκαρδιακός -ή -ό"
1 εγγραφή
γκαρδιακός -ή -ό [garδjakós] Ε1 : συνήθ. ~ φίλος, πολύ στενός και αγαπημένος, επιστήθιος. || (λογοτ.) εγκάρδιος: Γκαρδιακές ευχές. γκαρδιακά ΕΠIΡΡ: Σε χαιρετίζω ~.

[μσν. (ε)γκαρδιακός (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐγκάρδι(ος) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες