Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γη- [ji] & γή- [jí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. γη ως ατονημένο α' συνθετικό σε περιορισμένο αριθμό σύνθετων λέξεων· (πρβ. γαιο-, γεω-): ~γενής, γήλοφος, γήπεδο.
[λόγ. < αρχ. γη- θ. του ουσ. γῆ ως α' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) γή-ϊνος, γη-γενής]