Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεω- [jeo] & γεώ- [jeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. γη ως α' συνθετικό: α. σε σύνθετες συνήθ. επιστημονικές λέξεις· (πρβ. γαιο-, γη-): ~γνωσία, ~φυσική, ~χημεία· ~τροπισμός, ~μορφισμός· ~κεντρικός, ~κυκλικός. β. στην επιστημονική ονομασία εντόμων, ζώων, φυτών κτλ.: ~δρόμος, ~καρκίνος· γεώμηλο.
[λόγ. < αρχ. γεω- παράλλ. θ. του ουσ. γῆ ως α' συνθ.: αρχ. γεω-δαισία, γεω-μέτρης, ελνστ. γεω-γραφία & διεθ. geo- < αρχ. γεω-: γεω-λογία, γεω-κεντρικός < γαλλ. géologie, géocentrique, γεω-πολιτική < αγγλ. geopolitics, γεω-δυναμική < διεθ. geo- + dynamics]