Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γενετικός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
γενετικός 1 -ή -ό [jenetikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γένεση, στην αρχή, στην προέλευση των όντων και των φαινομένων: Γενετική μέθοδος, που μελετά μια επιστήμη από την άποψη της γένεσής της. Γενετική γραμματική, που περιγράφει μια γλώσσα ως ένα σύνολο κανόνων για την παραγωγή γραμματικών προτάσεων. Γενετική ψυχολογία, που μελετά την εξέλιξη της συνείδησης και της σκέψης, κυρίως στα παιδιά. || (ως ουσ.) η γενετική, κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φαινόμενα και τους νόμους της κληρονομικότητας.

[λόγ. < γαλλ. génétique < αρχ. γένε(σις) -τικός, κατά το σχήμα ἀντίθεσις - ἀντιθετικός (διαφ. το ελνστ. γενετική `γενική πτώση΄)· γενετική γραμματική: μτφρδ. αγγλ. generative grammar]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες