Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλαξίας 1 ο [γalaksías] Ο3 : αστρικό σύστημα που αποτελείται από δισεκατομμύρια αστέρες και μεσοαστρική ύλη: Σπειροειδείς / ελλειπτικοί γαλαξίες. Ο ~ της Aνδρομέδας. Σμήνη γαλαξιών. || Γαλαξίας, το αστρικό σύστημα στο οποίο ανήκει το ηλιακό μας σύστημα. || η νεφελοειδής φωτεινή ζώνη που διασχίζει τον ουρανό και που αποτελείται από δισεκατομμύρια αστέρια του Γαλαξία μας.
[λόγ. < ελνστ. γαλαξίας (κύκλος) `ο κύκλος των άστρων γύρω από τη γη΄ (επειδή υποτίθεται πως μοιάζει με χυμένο γάλα) με αλλ. της σημ. κατά το νλατ. galaxia]